ἱρωσύνη

ἱρωσύνη
ἱρωσύνη, , [dialect] Ion. for ἱερωσύνη,
A priesthood, v.l. in Hdt.4.161.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιρωσύνη — ἱρωσύνη, ἡ (Α) (ιων. τ. τού ιερωσύνη*) ιερατικό αξίωμα («τεμένεα ἐξελῶν καὶ ἱρωσύνας τὰ ἄλλα πάντα τὰ πρότερον εἶχον βασιλέες», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • ἱρωσύνας — ἱρωσύνᾱς , ἱερωσύνη priesthood fem acc pl (ionic) ἱρωσύνᾱς , ἱερωσύνη priesthood fem gen sg (doric ionic aeolic) ἱρωσύνᾱς , ἱρωσύνη priesthood fem acc pl ἱρωσύνᾱς , ἱρωσύνη priesthood fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερωσύνη — και ιεροσύνη, η (ΑΜ ἱερωσύνη, Μ και ἱεροσύνη, Α ιων. τ. ἱρωσύνη και αττ. επιγρ. τ. ἱερεωσύνη) 1. το αξίωμα τού ιερέα, ιερατεία 2. το σύνολο τών κληρικών, ιερατείο, κλήρος νεοελλ. εκκλ. το μυστήριο με το οποίο καθιερώνεται ένας λειτουργός τής… …   Dictionary of Greek

  • ἱρωσύνην — ἱερωσύνη priesthood fem acc sg (attic epic ionic) ἱρωσύνη priesthood fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”